ολιγοχρονιότης

ολιγοχρονιότης
ὀλιγοχρονιότης, -ητος, ἡ (Α) [ολιγοχρόνιος]
1. βραχύτητα χρόνου
2. η συντομία τής ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγοχρονιότης — shortness of time fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονιότητα — ὀλιγοχρονιότης shortness of time fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονιότητας — ὀλιγοχρονιότης shortness of time fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονιότητι — ὀλιγοχρονιότης shortness of time fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονιότητος — ὀλιγοχρονιότης shortness of time fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”